Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Ἡ Παναγία τῆς Σκριποῦς


Σεπτέμβριος τοῦ 1943. οἱ Ἰταλοὶ συνθηκολογοῦν. Μία ὁμάδα ἀπὸ κατοίκους τοῦ Ὀρχομενοῦ Βοιωτίας
πλησιάζουν στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Λειβαδιᾶς καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ ἰταλικὴ φρουρὰ νὰ
παραδώσει τὸν ὁπλισμό της. Διαφορετικά, τοὺς ἀπειλοῦν πὼς θὰ δεχθοῦν ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες ποὺ
βρίσκονται στὴν περιοχὴ τοῦ Τζαμαλιοῦ (Διονύσου).
Οἱ Ἰταλοὶ ἀρνοῦνται νὰ παραδοθοῦν καὶ ἐνημερώνουν τοὺς Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν νὰ κάψουν
τὸν Ὀρχομενὸ καὶ νὰ τιμωρήσουν τοὺς κατοίκους.
Τὸ βράδυ τῆς 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οἱ Γερμανοὶ στὸν Ὀρχομενὸ καὶ συλλαμβάνουν ἑξακόσιους
ὁμήρους. Ἕνα τμῆμα μένει στὴν πόλη, ἐνῶ ἕνα ἄλλο μὲ τρία τὰνκ προχωρεῖ πρὸς τὸν Διόνυσο.
Λίγο ἔξω ἀπὸ τὸν Ὀρχομενὸ εἶναι χτισμένη ἡ πιὸ ἀρχαία ἐκκλησία τῆς Βοιωτίας (874 μ.Χ.), ἀφιερωμένη
στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ‐ παλιὸ μοναστήρι τῆς Σκριπούς.
Εἶναι ἀκόμη μεσάνυχτα. Ἡ φάλαγγα ἔχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τὸν ναό, ὅταν ξαφνικὰ
τὸ πρῶτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται στὴ μέση του δρόμου. Μπροστὰ τοὺς οἱ Γερμανοὶ βλέπουν μία
μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ τὸ χέρι ὑψωμένο σὲ ἀπαγορευτικὴ στάση. Τὸ δεύτερο τὰνκ προσπαθεῖ νὰ
προσπεράσει τὸ πρῶτο, ἀλλὰ πέφτει σ᾿ ἕνα χαντάκι, ἐνῶ τὸ τρίτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται σ᾿ ἕνα χωράφι,
μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ περάσει.
Ξημέρωσε ἡ 10η Σεπτεμβρίου. Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς Χόφμαν ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἕνα τρακτὲρ γιὰ
νὰ τραβήξει τὰ τάνκ. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Τὰ βαριὰ αὐτὰ ἅρματα μετακινήθηκαν ἀπὸ τὸ τρακτὲρ
σὰν ἄδεια σπιρτόκουτα!
‐ Θαῦμα, θαῦμα! φώναξε ὁ διοικητὴς καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους νὰ πάει στὴν ἐκκλησία.
Ἐκεῖνοι τὸν ὁδήγησαν πράγματι στὸν ναό. Ὁ Γερμανὸς στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισε
τὴ γυναίκα ποὺ ἐμπόδισε τὴ φάλαγγα νὰ προχωρήσει!
Ἔπεσε ἀμέσως στὰ γόνατα καὶ φώναξε μὲ θαυμασμό:
‐ Αὐτὴ ἡ γυναίκα σας ἔσωσε! Νὰ τὴν τιμᾶτε καὶ νὰ τὴ δοξάζετε.
Ὁ Ὀρχομενὸς σώθηκε. Ὁ Χόφμαν διατάζει νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ ἑξακόσιοι μελλοθάνατοι καὶ ὑπόσχεται
πὼς μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἡ πόλη δὲν θὰ πάθει κανένα κακό. Οἱ κάτοικοι εὐχαριστοῦν καὶ
δοξολογοῦν τὴν προστάτιδα Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνέλπιστη σωτηρία τους.
Ὁ ἥλιος γέρνει στὴ δύση. Τὰ τὰνκ φεύγουν μὲ τὰ πυροβόλα κατεβασμένα, γιατὶ νικήθηκαν ἀπὸ τὴν
ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τοῦ Ὀρχομενοῦ.
Ἀπὸ τότε ἡ 10η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε σὰν ἡμέρα πανηγύρεως. Ὅσο ζοῦσε ὁ Χόφμαν, παρευρισκόταν
κι αὐτὸς σχεδὸν κάθε χρόνο. Ἀφιέρωσε μάλιστα στὴν Παναγία ἕνα μεγάλο καντήλι καὶ χρηματοδότησε
τὴν πρώτη ἀπεικόνιση τοῦ θαύματος.

Παναγία ἡ Λιμνιά


Σὲ μία γραφικὴ παραλία στὸν βόρειο Εὐβοϊκό, ὅπου τὸ ἀρχαῖο Ἐλύμνιο, εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ
κωμόπολη τῆς Λίμνης. Στὸν περικαλλῆ ναὸ τῆς εἶναι θησαυρισμένη ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς πολιούχου
τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Στὰ 1560, καθὼς διασώζει ἡ παράδοση, ὅταν ἦταν σουλτάνος ὁ Σουλεϊμᾶν ὁ
μεγαλοπρεπής, ἕνα τούρκικο πλοῖο ἔπλεε στὰ μέρη τῆς Κασσάνδρας μὲ κατεύθυνση τὴ Χαλκίδα. Στὸ
πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ ἦταν κι ἕνας χριστιανὸς ναύτης, ὁ λοστρόμος Δημητρός, ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ
ἡλικιωμένος.
Τὸ καράβι πλησίαζε στὴ Σκιάθο μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ ἀπὸ τὸν σορόκο. Ξαφνικὰ ὁ ἄνεμος κόπασε.
Τότε ὁ Δημητρὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὶς βάρκες στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ ρυμουλκήσουν τὸ καράβι.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ βλέπει ὁ λοστρόμος στὸ πλάι τοῦ καραβιοῦ, πάνω στὰ κύματα, ἕνα μεγάλο εἰκόνισμα.
Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, κατεβαίνει σὲ μία φελούκα, σηκώνει τὴν ἱερὴ εἰκόνα ἀπ᾿ τὸ νερό, καὶ προσκυνάει
τὴν Παναγία ποὺ ἦταν ζωγραφισμένη πάνω σ᾿ αὐτή. Ὕστερα ἀνεβάζει τὴν εἰκόνα στὸ κατάστρωμα καὶ
τὴν παραδίδει στὸν πλοίαρχο, στὸν Τοῦρκο Μεχμέτ. Ἀμέσως σηκώνεται δυνατὸς βοριάς, ποὺ κολπώνει τὰ
πανιά. Τ᾿ ἄλμπουρα τριζοβολοῦν, ἐνῶ ἡ πλώρη σχίζει μὲ ὁρμὴ τ᾿ ἀφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τὶς Σποράδες, μπῆκαν στὸν Εὐβοϊκὸ κι ἔβαλαν πλώρη γιὰ τὴ Χαλκίδα. Μόλις ὅμως ἔφθασαν
στὴν περιοχὴ τῆς Λίμνης, ὁ ἄνεμος κόπηκε ἀπότομα καὶ τὸ καράβι ἀκινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν καὶ πάλι οἱ
βάρκες στὴ θάλασσα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ ρυμουλκοῦν. Ὕστερα ἀπὸ ὦρες ἔφθασαν στὴ βάση τοῦ ὅρους
Καντήλι. Ἐκεῖ ἀπροσδόκητα ξεσπᾶ καταιγίδα. Τὰ κύματα σηκώνονται ἀπειλητικὰ καὶ σπρώχνουν τὸ
σκάφος πάλι στὴ Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν ἐκεῖ, ἡ τρικυμία σταματᾶ καὶ ἡ θάλασσα πάλι γαληνεύει. Τὸ
πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια νὰ κατευθύνει τὸ καράβι στὸν προορισμό του. Ξεσπάει ὅμως νέα
καταιγίδα, πιὸ ἀπειλητική, καὶ τοὺς σπρώχνει πάλι στὴ Λίμνη. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες ἔχουν
ἀπελπιστεῖ. Δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν πίσω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θαλασσινὴ περιπέτεια τὸ χέρι τῆς Παναγίας.
Τότε φωτίστηκε ἐπὶ τέλους ὁ εὐλαβὴς λοστρόμος. Πλησιάζει τὸν καπετάνιο καὶ τοῦ λέει:
‐ Δὲν πρόκειται ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία, ἂν δὲν βγάλουμε σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ στεριὰ τὴν
εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Ὁ πλοίαρχος συμφώνησε καὶ εἰδοποίησε τὸ χωριὸ Καστριὰ ‐ χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν
παραλία ‐ νὰ ἔρθουν νὰ τὴν παραλάβουν. Δὲν ἄργησε νὰ καταφθάσει ὁ πιστὸς λαός, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς
τοὺς ἱερεῖς, μὲ ἑξαπτέρυγα, σταυροὺς καὶ λαμπάδες. Στὴν παραλία τοὺς περίμενε ὁ Δημητρός, ποὺ τοὺς
παρέδωσε τὴν ἱερὴ εἰκόνα σὰν ἀτίμητο θησαυρό. Ἀμέσως φύσηξε φρέσκο ἀεράκι κι ἔσπρωξε κατάπρυμα
τὸ Ἱστιοφόρο με τοὺς ναῦτες, κατευθείαν γιὰ τὸν προορισμό τους. Ἦταν τὸ «εὐχαριστῶ» τῆς Παναγίας, ἡ
εὐαρέσκειά της γιὰ τὸν κόπο τους. Στὸ μεταξὺ ἡ πομπὴ ξεκίνησε μεγαλόπρεπα ἀπὸ τὴν παραλία γιὰ τὸ
χωριό. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννης, τριγυρισμένον ἀπὸ γέρικες βελανιδιές, πλατάνια καὶ κυπαρίσσια,
ἀπόθεσαν τὴ σεπτὴ εἰκόνα. Ἔψαλαν Παράκληση, δοξολογία, καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν
ἀνεκτίμητη δωρεά.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Τὴν ἀναζήτησαν παντοῦ, καὶ τὴ βρῆκαν στὴν
τοποθεσία τῆς σημερινῆς Λίμνης. Τὴν ἐπανέφεραν στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννας, ἀλλὰ ἐκείνη ἐπέστρεψε
στὸν ἴδιο τόπο. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε μερικὲς φορές, κι ἔτσι κατάλαβαν οἱ κάτοικοι πὼς ἦταν θέλημά της
νὰ παραμείνει ὁριστικὰ ἐκεῖ. Ἔχτισαν λοιπὸν μία μικρὴ ἐκκλησία καὶ τὴν τοποθέτησαν μέσα σ᾿ αὐτή. Τὴν
Ἱερὴ εἰκόνα ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἴδιοι. Ἐγκατέλειψαν τὰ Καστριὰ καὶ μετοίκησαν στὴ Λίμνη. Ἀργότερα,
στὴ θέση τοῦ πρώτου ναΐσκου ἔχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, καὶ τὸν ἀφιέρωσαν στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου.
Κάθε χρόνο, στὶς 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Οἱ
διαστάσεις τῆς εἰκόνας εἶναι 95 χ 65 ἐκ. Πάνω σ᾿ αὐτὴ εἰκονίζεται ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα,
ζωγραφισμένη σὲ σκληρὸ καὶ βαρὺ ξύλο καὶ καλυμμένη μὲ ἀσημένια ἐπένδυση.
Ἡ Παναγία σώζει τὴ Λίμνη ἀπὸ τοὺς Γερμανούς
Ἕνα συγκινητικὸ θαῦμα συνέβη στὶς ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1944. Τὸ γερμανικὸ
ἀπόσπασμα, ποὺ κατέστρεψε τὸ Δίστομο (10 Ἰουνίου 1944) κι ἔσφαξε μέσα σὲ δυὸ ἡμέρες πάνω ἀπὸ
ἑξακόσιους κατοίκους, περνᾶ τώρα ἀπέναντι στὴν Εὔβοια. Σκοπός του ἡ ὁλοσχερὴς καταστροφὴ τῆς
Λίμνης. Ἡ φάλαγγα ἔφθασε στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως. Τότε ἀκριβῶς βλέπει ὁ Γερμανὸς διοικητὴς στὴ μέση
του δρόμου ἕνα χέρι νὰ ἐμποδίζει τὴ διάβαση τῶν στρατιωτῶν, κι ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
‐ Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι δικός μου. Δὲν θὰ τὸν πειράξετε!
Ὁ διοικητὴς φοβισμένος κατεβαίνει στὴ Λίμνη καὶ συναντᾶ τὶς ἀρχές. Ζητᾶ γεμάτος ἀγωνία νὰ μάθει ποιὰ
εἶναι ἡ Προστάτιδα τῆς πόλεως.
‐ Ἡ Παναγία ἡ Λιμνιά, ἀποκρίνονται οἱ προύχοντες. Ἔχουμε ἐδῶ τὴ θαυματουργή της εἰκόνα, ἡ ὁποία
βρέθηκε μέσα στὴ θάλασσα.
‐ Μόνο θεϊκὴ δύναμη θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀνατρέψει τὰ σχέδιά μου, ὁμολόγησε ὁ διοικητής, κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ
Λίμνη ἄπρακτος.
Ἡ σωτηρία ἑνὸς εὐλαβοῦς ναυτικοῦ.
Ὁ λιμνιὸς ναυτικὸς Εὐάγγελος Πανταζὴς διηγήθηκε στοὺς ἐφημέριους τῆς πόλεως τὸ ἑξῆς περιστατικό:
‐ Ἦταν 14 Δεκεμβρίου τοῦ 1960, ὥρα 2.30´, καὶ ταξιδεύαμε στὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου μὲ τὸ πλοῖο
«Παγκόσμιος Ἁρμονία» τῆς ἑταιρείας Νιάρχου. Κοιμόμουν στὴν καμπίνα μου, ὅταν ἄκουσα μία
ὑπερκόσμια γυναικεία φωνὴ νὰ προστάζει:
‐ Πέσετε στὴ θάλασσα!
Πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιὰ εἶχα ἰδιαίτερη εὐλάβεια, καὶ τὴν παρακαλοῦσα
πρωί‐βράδυ νὰ μᾶς προστατεύει. Ξαφνικὰ νοιώθω ἕνα ἀπότομο τίναγμα. Τὸ πλοῖο τραντάχτηκε ὁλόκληρο.
Κοιτάζω ἀπὸ τὸ φινιστρίνι καὶ βλέπω τὸ καράβι μας μέσα στὶς φλόγες. Εἴχαμε συγκρουστεῖ μ᾿ ἕνα
γιουγκοσλάβικο πετρελαιοφόρο, ποὺ μετέφερε μαζοὺτ καὶ βενζίνη ἀεροπλάνων. Ἀπὸ τὴ σφοδρὴ
σύγκρουση ἡ πλώρη μας κόπηκε στὴ μέση, ἐνῶ τὸ ξένο πλοῖο ἔπαθε ρῆγμα βάθους εἴκοσι μέτρων. Ἐγὼ
στὸ μεταξὺ ἑτοιμάστηκα καὶ ἔπεσα στὴ θάλασσα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας. Ἐνῶ
κολυμπούσαμε, πολλὰ δελφίνια γύρω μας εἶχαν σχηματίσει κλοιὸ καὶ μᾶς προφύλαγαν ἔτσι ἀπὸ τοὺς
καρχαρίες ποὺ ἀφθονοῦσαν στὴν περιοχή. Δυόμισι ὧρες πάλεψα μὲ τὰ κύματα κι ἔφθασα κάποτε στὶς
τουρκικὲς ἀκτές. Ἀπὸ τὰ σαράντα ἕνα ἄτομα τοῦ πληρώματος σωθήκαμε μόνο ἕντεκα. Τὴ διάσωσή μας
ἀποδίδουμε στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιά. Γι’ αὐτὸ ἤρθαμε ἀμέσως στὴ Λίμνη, λειτουργηθήκαμε στὸν ἱερὸ
ναό της καὶ τὴν εὐχαριστήσαμε γιὰ τὴ σωτηρία μας».

Παναγία ἡ Κασσιωπία


Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν
πόλη στὸ χωριό του.Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά.
Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ
Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό.
‐ Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ
μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας.
Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.
‐ Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν
ληστὲς καὶ κακοποιοί.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ
ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ
ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ
συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι
εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε
στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.
Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια:
‐ Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε.
Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε.
‐ Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἡ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια;
Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ
ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση. Ὁ Στέφανος τώρα,
ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ
νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν
ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ
πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς
φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα τοῦ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ
μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν
ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς
πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ
ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς
νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε Βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς.
Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ
μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει:
‐ Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια;
‐ Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:
‐ Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω!
Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν
ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς
στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα!
Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη
ἐπέμβασή της. Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί
συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ
γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι
ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ
τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια
ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει:
‐ Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;
‐ Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε!
Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη. Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα
μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο
καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν
ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.

Παναγία ἡ Νιαμονίτισσα


Ἡ μυροβόλος Χίος, ἡ «παιπαλόεσσα», κατὰ τὸν Ὅμηρο, γιὰ τὸ βραχῶδες καὶ ὀρεινὸ ἔδαφός της, ἐθεωρεῖτο
ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους «ὡς μία τῶν Μακάρων νήσων» γιὰ τὰ φυσικὰ τῆς πλεονεκτήματα
Αὐτὴ ἡ ὀνομασία θὰ τῆς ταιρίαζε μεταφορικὰ καὶ γιὰ τὴν εὐλάβεια τῶν κατοίκων της. Στὴν ἀρχαιότητα
ἦταν γεμάτη ἀγάλματα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Ἀλλὰ καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐποχὴ τὸ πλῆθος τῶν ἱερῶν
ναῶν τῆς κινεῖ τὴν περιέργεια κάθε ἐπισκέπτου. «Ἡ χιακὴ κοινωνία, σημειώνει ὁ Μ. Ἴουσηνιανης τὸ 1606,
εἶναι εὐλαβέστατη, ἐνῶ ὁ κλῆρος τῆς πολὺ πιὸ ἀξιόλογος ἀπὸ ἄλλων περιοχῶν». Ἔχει ἐπίσης νὰ ἐπιδείξει
πολλοὺς ἁγίους καὶ πολλὰ μοναστήρια.
Λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ, στοὺς πρόποδες τοῦ Προβάπου ὅρους, προβάλλει τὸ πιὸ
ἀξιόλογο μοναστήρι τῆς Χίου, ἡ παλαίφατη Νέα Μονή. Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σταυροπήνιο, μὲ τὰ βασιλικὰ
χρυσόβουλα καὶ τὰ περίφημα ψηφιδωτά, εἶναι ὀχυρωμένο ἀπὸ φυσικὰ καὶ τεχνητὰ τείχη καὶ πύργους,
τμήματα τῶν ὁποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
Οἱ κτιριακὲς ἐργασίες τῆς μονῆς ἄρχισαν τὸ 1034 ἀπὸ τοὺς Χιῶτες ἀσκητὲς Νικήτα, Ἰωσὴφ καὶ Ἰωάννη.
Πολύτιμο συμπαραστάτη στὴν προσπάθεια τοὺς αὐτὴ εἶχαν τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´
τὸν Μονομάχο.
Στὰ ἱστορικά της μονῆς εἶναι διάχυτη ἡ παράδοση γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὕρεση τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας.
Αὐτὴ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα ἀνακάλυψαν μέσα σὲ πυκνὸς δάσος οἱ τρεῖς κτήτορες, τριγυρισμένη ἀπὸ
ἀδιαπέραστα βάτα καὶ χαμόκλαδα.
Ἡ θεία μορφὴ τῆς Θεοτόκου παριστάνεται σὲ μία ἰδιότυπη καὶ μοναδικὴ στάση: Κρατᾶ στὰ χέρια τὸ θεῖο
Βρέφος, ἀλλὰ εἰκονίζεται ὄρθια, μὲ ἀνοιχτῆ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιὰ καὶ τὰ πόδια σὲ στάση βηματισμοῦ.
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Νιαμονίτισσας σώζεται συχνὰ ἡ ἴδια θαυματουργικὰ ἀπὸ πυρκαγιές, ἀλλὰ καὶ σώζει
ἀπὸ σφαγές, ἐπιδρομὲς καὶ λοιπὲς περιπέτειες, ποὺ δοκίμασε ἡ Νέα Μονὴ στὴν ἱστορικὴ διαδρομή της.
Ὁ χρυσοχόος
Κάποτε οἱ μοναχοὶ ἀνέθεσαν σ᾿ ἕνα Χιώτη χρυσοχόο νὰ ἐπενδύσει μὲ χρυσὸ ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς εἰκόνας,
γιὰ νὰ τὴν προφυλάξουν ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ ἐκκλησιάρχης τὴν τοποθέτησε στὸν κυρίως ναό, καὶ ὁ τεχνίτης
ἄρχισε τὴν ἐργασία του μὲ εὐλάβεια.

Ξαφνικὰ ἀκούει μία γλυκεία φωνὴ νὰ τοῦ λέει ψιθυριστά:
Ἐλαφρὰ χτύπα, ἐλαφρά» νἄχης τὴν εὐχή μου, γιατὶ ἡ εἰκόνα εἶναι παλαιά!
Σηκώνει τὰ μάπα ὁ χρυσοχόος καὶ βλέπει μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ ὁλόχρυση φορεσιά. Δὲν πρόλαβε
νὰ τὴ ρωτήσει ποιὰ ἦταν, γιατὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ ἱερὸ βῆμα ἀπὸ τὴ νότια πύλη. Τρέχει νὰ τὴν προφθάσει,
ἀλλὰ Ἐκείνη εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Μπαίνει στὸ ἱερό, καὶ τότε ἀναγνωρίζει στὴ μορφὴ τῆς πλατυτέρας τὴ
γυναίκα, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τοῦ εἶχε φανερωθεῖ.
Ἡ καμπάνα.
Τὸ καμπαναριὸ τῆς Νέας Μονῆς μοιάζει μὲ τετράγωνο πύργο καὶ ὑψώνεται σχεδὸν τριώροφο μέχρι τὸν
θόλο τοῦ καθολικοῦ. Εἶναι στεγασμένο μὲ μολύβι καὶ στολίζεται στὴν κορυφὴ μὲ ὡραῖο σιδερένιο σταυρό.
Ἀρχικὰ εἶχε τέσσερις καμπάνες καὶ δυὸ πολυτελέστατα ρολόγια. Ὅλα ὅμως ἐξαφανίσθηκαν τὸ 1822 ἀπὸ
τὶς ἀσιατικὲς ὀρδές.
Κάποτε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οἱ μοναχοὶ τὴ φόρτωσαν σ᾿ ἕνα βενετσιάνικο πλοῖο
καὶ τὴν ἔστειλαν στὴ Βενετία γιὰ νὰ τὴν ξαναχύσουν.
Τὸ πλοῖο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε ἀπὸ ἕνα κουρσάρικο τῶν πειρατῶν τοῦ Βαρβαρόσσα καὶ κινδύνεψε νὰ
βουλιάξει. Οἱ ναῦτες, στὴ δύσκολη ἐκείνη στιγμή, ἐπικαλέστηκαν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας
Νιαμονίτισσας. Ὕστερα ἔσπασαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν καμπάνα, τὸ ἔβαλαν γιὰ μπάλα μέσα στὸ κανόνι
καὶ χτύπησαν τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο. Τὸ χτύπημα ἦταν καίριο καὶ τὸ πειρατικὸ βυθίστηκε.
Τὸ βενετσιάνικο καράβι συνέχισε τὸ ταξίδι κι ἔφθασε στὸν προορισμό του. Ὁ καπετάνιος, ἀπὸ
εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐφτίαξε μὲ δικά του ἔξοδα τὴν καμπάνα καὶ τὴν πρόσφερε στὴν
Παναγία. Λέγεται μάλιστα πὼς ἡ καμπάνα αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ μελωδικὴ ἀπ᾿ ὅλες.
Τὸ ξύλο καὶ τὸ σκοινί
Ἕνα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ὁ καπετάνιος, μπροστὰ στὸν
κίνδυνο, φώναξε μὲ τὴ θερμὴ νησιώτικη πίστη του:
‐ Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σῶσε μας! Καὶ σοῦ τάζω μία λαμπάδα τόσο ψηλή, ὅσο τὸ κατάρτι τοῦ
πλοίου!
Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸν λόγο του, καὶ βλέπει πάνω στὴν ἀφρισμένη θάλασσα τὴν ἴδια τὴ Θεοτόκο,
νὰ κρατᾶ στὸ χέρι ἕνα ξύλο κι ἕνα σκοινί. Ὕστερα βυθίστηκε στὸ κύμα.
Ἀμέσως ἡ τρικυμία κόπασε καὶ τὸ πλοῖο προσορμίστηκε σῶο στὸ λιμάνι. Ἐκεῖ, μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη,
ἀνακάλυψαν σία ὕφαλα τοῦ μία τρύπα. Ἡ τρύπα αὐτὴ ἦταν φραγμένη μ᾿ ἕνα κομμάτι ξύλο κι ἕνα
κομμάτι σκοινί...
Τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἦταν ὁλοφάνερο. Ἀμέσως ξεκίνησαν ὅλο τὸ πλήρωμα γεμάτοι εὐγνωμοσύνη γιὰ
τὴ Νέα Μονή. Προσκύνησαν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, πρόσφεραν τὸ τάμα τους, μία πελώρια λαμπάδα, κι
ἄφησαν στὸν ἐξωνάρθηκα τὸ σωτήριο ξύλο καὶ τὸ σκοινί, τὰ ὁποῖα σώζονται ἐκεῖ μέχρι σήμερα.
Γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, καθὼς λέγεται, ὑπάρχει στὸν ἔξω νάρθηκα κι ἕνα σφουγγάρι. Μὲ τὴ χάρη τῆς
Νιαμονίτισσας τὸ σφουγγάρι αὐτὸ ἔφραξε τὴ σχισμὴ ἑνὸς ἱστιοφόρου πλοίου, ποὺ κινδύνευε νὰ
κανταποντιστεῖ.
Τὸ μουλάρι
Τὸν 17ο αἰώνα, καθὼς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ἡ Νέα Μονὴ ἀριθμοῦσε 100 ἕως 150 μοναχούς, κι
ἔμοιαζε μὲ μικρὴ πόλη. Ἀνάλογος ἦταν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑποζυγίων γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν πολλῶν

εἰσοδημάτων.
Κάποτε ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη παρέδωσε στὸν βουρδουνάρη ‐ἐπιστάτη τῶν ζώων ‐τῆς Νέας
Μονῆς ἕνα φορτίο λάδι γιὰ τὸ μοναστήρι. Ὁ βουρδουνάρης φόρτωσε ἕνα μουλάρι καὶ ξεκίνησε.
Ὅταν ἔφθασαν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Φανουρίου, σὲ μία κακοτοπιά, τὸ ζῶο παραπάτησε καὶ
γκρεμίστηκε στὸ βάραθρο μέχρι τὸ ποτάμι. Ὁ βουρδουνάρης, βέβαιος πὼς σκοτώθηκε, δὲν ἀσχολήθηκε
περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε ὅμως στοὺς μοναχοὺς τὸ θλιβερὸ ἐπεισόδιο.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ἀκούστηκαν στὴν πύλη τῆς μονῆς χτυπήματα καὶ χλιμιντρίσματα. Τρέχει ὁ
πορτάρης ν᾿ ἀνοίξει, καὶ ἄντικρυζει τὸ μουλάρι ποὺ εἶχε γκρεμιστεῖ. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν, πὼς εἶχε
φορτωμένα στὴν πλάτη τὰ τουλούμια μὲ τὸ λάδι ἀκέραια. Ὁ πορτάρης τὸ ἔβαλε μέσα καὶ τὸ ξεφόρτωσε.
Τότε ὅμως συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὸ ζῶο ἔπεσε ἀμέσως στὴ γῆ νεκρό. Εἶχε πιὰ ἐκπληρώσει τὴν
ἀποστολή του.
Ἡ εὐλαβὴς δωρήτρια. Κάποια εὐλαβὴς χιώτισα, ἀπὸ τὸ χωριὸ Καλιμασσιά, ἀφιέρωσε ὅλη τὴν περιουσία
της στὴ Νέα Μονή. Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε καὶ βρέθηκε σὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἀνάγκη. Τότε οἱ συγγενεῖς
της, ἀντὶ νὰ τὴ βοηθήσουν, τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ τὴν πίκραιναν μὲ λόγια σκληρά:
«Ἂς ἔρθει, τῆς ἔλεγαν, νὰ σὲ κοιτάξει ἡ Νέα Μονή, ἀφοῦ τῆς ἔγραψες τὴν περιουσία σου.
Ἐκείνη δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται θερμὰ στὴν Παναγία ζητώντας τὴ βοήθειά της. Κι ἕνα βράδυ, μέσα στὸν
πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία της, βλέπει στὸν ὕπνο τῆς μία γυναίκα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ τὴν πλησίασε, τὴν
παρηγόρησε καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε:
‐ Μὴ φοβᾶσαι. Ἡ ἀσθένειά σου θεραπεύτηκε. Πάρε αὐτὸ τὸ φλουρὶ καὶ θὰ φροντίζω ἐγὼ γιὰ σένα.
‐ Ποιὰ εἶσαι; ρώτησε ἡ ἄρρωστη.
‐ Εἶμαι ἡ Νέα Μονή.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ξύπνησε ἡ γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στὸ δεξί της χέρι τὸ φλουρί. Πῆγε στὸ
μοναστήρι, διηγήθηκε τ᾿ ὄνειρό της στὸν ἡγούμενο Ἄνθιμο καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ φλουρί, ποὺ τῆς εἶχε
χαρίσει ἡ Παναγία.
Θαυμαστὰ γεγονότα.
Ὅταν τὸ μοναστήρι μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο, οἱ μοναχὲς ἔζησαν ὁρισμένα θαυμαστὰ γεγονότα:
Τὸ 1959, τὰ μεσάνυχτα τῆς 4ης Ἀπριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες. Χτυποῦσαν μόνες τους, ἐνῶ
συγχρόνως ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μία ἐκτυφλωτικὴ λάμψη.
Ἀρκετὲς φορὲς κινοῦνται μόνα τους τὰ καντήλια μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, καὶ συχνά, ἐνῶ οἱ
μοναχὲς ψάλλουν στὸ ἀναλόγιο, ἀκούγονται βήματα στὸ ἱερό, δυνατοὶ θόρυβοι καὶ γλυκύτατες
ψαλμωδίες. ἀκούγονται κυρίως ὅταν ψάλλεται ἡ Θ´ ὠδή, τὸ «Ἄξιόν ἐστι» καὶ οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας.
Μὲ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ σημεῖα ἡ Νιαμονίτισσα κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς στὸ μοναστήρι καὶ
μεταδίδει χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα.

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ‐ Ἱκεσία ἁμαρτωλοῦ


Θεέ μου, λυπήσου με τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ δὲν ἔκανα κανένα καλὸ μπροστά Σου. Γλύτωσέ με ἀπὸ τὸν
πονηρὸ καὶ ἀξίωσέ με ἀκατάκριτα ν᾿ ἀνοίγω τὸ ἀνάξιο στόμα μου καὶ ν᾿ ἀνυμνῶ τὸ Πανάγιο ὄνομά Σου,
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συγχώρησέ μου, Κύριε, κάθε τῆς καρδιᾶς μου ἄτοπη
ἐπιθυμία, σὺ ποὺ ξέρεις καλὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Συγχώρησέ με ποὺ ἔρχομαι ἀνάξια κοντά Σου,
γιατὶ σὲ πόθησα καὶ σὲ ποθῶ. Συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό, τὸν πονηρό, τὸν ψεύτη, τὸν ἀνυπόμονο, τὸν
λιγόψυχο, τὸν ἀμελῆ στὶς θεῖες ἐντολές Σου, ἐμένα ποὺ ἁμάρτησα στὴ γῆ καὶ στὴ θάλασσα καὶ σὲ κάθε
τόπο. Μπροστὰ στὰ ἀλάθητα μάτια Σου δὲν ἔπαψα νὰ ἐργάζομαι τὸ πονηρό, διότι ὁ πονηρὸς δὲν ἔπαψε νὰ
μὲ μπλέκει στὰ δίχτυά του μὲ γαστριμαργίες καὶ ἡδονὲς καὶ πονηρὲς ἐπιθυμίες, μὲ δόλους καὶ κενοδοξίες
καὶ βλασφημίες. Ἀλλὰ σύ, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος ἐλεήμων καὶ πανάγαθος, βοήθησέ με καὶ σῶσε με
ὅπως ἔσωσες τὸν ἄσωτο, τὸν τελώνη, τὴν πόρνη καὶ τὸν λῃστή. Ναί, φιλάνθρωπε Δέσποτα, μὴ μὲ
ἀποστραφεῖς τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀχρεῖο, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Δέσποινας, καὶ ὅλων τῶν ἁγίων,
διότι εἶσαι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος ‐ Προσευχὴ πρὸ τοῦ ὕπνου


Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μας, σὺ ποὺ ἀνέδειξες τὴν ἁγίαν σου Μητέρα τιμιωτέρα ὅλων τῶν ἀγγελικῶν
δυνάμεων, Σὺ Πανάγαθε, μὲ τὶς πρεσβεῖες της καὶ ὅλων σου τῶν ἁγίων, συγχώρησέ μου τὸν ἀνάξιο δοῦλο
σου σ᾿ ὅ,τι ἁμάρτησα σήμερα σὰν ἄνθρωπος, τὰ θεληματικὰ καὶ τὰ ἀθέλητα σφάλματά μου, αὐτὰ ποὺ
ἤξερα πὼς εἶναι ἁμαρτία κι αὐτὰ ποὺ δὲν ἤξερα, αὐτὰ ποὺ ἔκανα ἀπὸ συναρπαγὴ καὶ ἀπροσεξία καὶ
ἀμέλεια, εἴτε ὁρκίστηκα στὸ ἅγιο Ὄνομά σου, εἴτε δὲ τήρησα τὸν ὅρκο μου, εἴτε βλασφήμησα μέσα μου, ἢ ἔκλεψα, ἢ εἶπα ψέματα, ἢ κάτι μου ζήτησε ἕνας φίλος μου καὶ ἐγὼ δὲν τὸν πρόσεξα, ἢ ἔθλιψα καὶ πίκρανα
κάποιο ἀδελφό, ἢ ὅταν στεκόμουν νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ ψάλω ὁ νοῦς μου γύριζε σὲ πονηρὰ καὶ βιωτικά,
ἢ παρὰ τὸ πρέπον ἀπόλαυσα, ἢ μίλησα ἀπρόσεκτα, ἢ γέλασα χωρὶς φρόνηση, ἢ κενοδόξησα, ἢ
περηφανεύτηκα, ἢ εἶδα μάταιη ὀμορφιὰ καὶ τράβηξε τὸ νοῦ μου, ἢ ἐφλυάρησα, ἢ περιεργάστηκα μὲ
διάθεση κατακρίσεως τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ τὸν κατέκρινα, παραβλέποντας τὰ δικά μου
ἀναρίθμητα σφάλματα, εἴτε ἀμέλησα τὴν προσευχή μου, εἴτε ἄλλο πονηρὸ σκέφθηκα. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα
ποὺ ἔκανα καὶ δὲν θυμᾶμαι συγχώρησέ τα, Χριστέ μου, καὶ ἐλέησέ με, γιατὶ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ
φιλάνθρωπος, ὥστε νὰ κοιμηθῶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ σὲ δοξάζω, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα
καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιό σου Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος ‐ Προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν


Ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἑκούσια ὑπέμεινες τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιὰ νὰ
σώσεις τὸ γένος μας, ποὺ εἶχε φυλακισθεῖ στὰ κατώτατά της γῆς, Σὺ ποὺ μὲ τὸ θάνατό Σου ἐπήγασες ζωὴ
στὸν κόσμο, καὶ νέκρωσες τὸν θάνατο καὶ σὰν σκηνὴ ξέσκισες καὶ κατέστρεψες τὸ δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, ἡ
βροχὴ τῆς ἀφθαρσίας, ὁ ἀτίμητος μαργαρίτης τῆς θείας ἀστραπῆς, τὸ ζωηφόρο σταφύλι ποὺ ἀποστάζεις
τὸ γλυκασμὸ τῆς παγκόσμιας σωτηρίας, τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, ὁ Λόγος, ἡ σοφία καὶ ἡ δύναμη τοῦ
Θεοῦ Πατέρα, ἡ λάμψη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἀκατάληπτε καὶ ἀνεξερεύνητε Χριστέ, ὁ μόνος εὔσπλαχνος
καὶ συμπαθής, δεῖξε καὶ σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ τὴν πολλή Σου ἀγαθότητα, καὶ ἀκούοντας τὶς
παρακλήσεις μου, δώρησέ μου ὅλα ὅσα σου ζητῶ. Μὴ μὲ ἀποδοκιμάσεις τὸν ἀδιόρθωτο. Μὴ μὲ ἀπορρίψεις
τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀνυπόμονο. Μὴν πεῖς σὲ μένα τὸν ἄθλιο στὴ Δευτέρα Παρουσία Σου: «Τί ὑπέμεινες γιὰ
μένα;» γιατὶ δὲν ὑπέφερα ποτὲ ἔστω καὶ λίγο... Λυπήσου, Κύριε, λυπήσου, εὔσπλαγχνε, λυπήσου,
φιλάνθρωπε, λυπήσου, μόνε ἀγαθέ, καὶ μὴ μὲ κρίνεις ἀνάξιό της ἀγάπης Σου. Μὴ μὲ ἐλέγξεις ὀργισμένος
καὶ μὴ θυμηθεῖς τὶς παλιὲς καὶ τὶς πρόσφατες ἀνομίες μου. Σὲ Σένα τὸν Κύριο καὶ Θεὸ εἶναι ἡ δικαιοσύνη
καὶ σὲ μένα ἡ ντροπή... Σπλαγχνίσου με καὶ ἐλέησέ με μόνο γιὰ τὴν ἀγαθότητά Σου. Στήριξε τὴν ψυχή μου
Σὺ ποὺ ἀνορθώνεις τοὺς πεσμένους. Δές, οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι μεγάλες καὶ πολλές, καὶ ἡ προσευχή μου
εἶναι ἀδύνατη, καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μου ξήρανε τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας... Βοήθησέ με, Κύριε,
κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου καὶ σῶσέ με τὸν

Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας Προσευχή ‐ Στήριξέ με, Κύριε...


Στήριξέ με,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ μου, δῶσ᾿ μου τὴ σημερινὴ μέρα ἀγαθή, ἀναμαρτήτη καὶ καθαρή. Κύριε, μὴ μ᾿
ἐγκαταλείπῃς. Μὴ φεύγεις μακριά μου. Ἅπλωσε τὸ χέρι Σου καὶ βοήθησέ με. Κύριε, στήριξέ με καὶ φύτεψε
στην καρδία μου τὴν ἀγάπη καὶ τὸ μεγάλο σεβασμὸ γιὰ Σένα. Κύριε, δίδαξέ με νὰ ζῶ κατὰ τὸ Ἅγιο θέλημά
Σου. Κᾶμε, Κύριε, νὰ συναισθάνομαι τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ λυπᾶμαι γι᾿ αὐτές. Ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ κάθε
ψυχικὸ καὶ σωματικὸ πειρασμό. Διῶξε ἀπ᾿ τὸ νοῦ μου κάθε βρώμικο, αἰσχρὸ καὶ ἀνυπότακτο λογισμό.
Κύριε, βοήθησέ με νὰ βγάλω ἀπὸ μέσα μου τὴν ἀμέλεια, τὴν λύπη, τὴν λησμοσύνη, τὴν ἀναισθησία, τὴν
πόρωση. Κύριε, ποὺ εἶσαι σπλαγχνικός, ἐλέησέ με καὶ συγχώρησε ὅλες τὶς ἀνομίες μου. Καὶ κᾶμε νὰ ζῶ μὲ
ἡσυχία, μὲ μετάνοια, μὲ ἐξομολόγηση καὶ μὲ πιστὴ καθαρή. Ἀμήν.

Μέγας Βασίλειος ‐ Ἐπίκλησις τοῦ Θεοῦ


Θεέ μου καὶ Κύριε τοῦ κόσμου, Σὺ ὁ ἀγαθότατος πατέρας τῶν ἀνθρώπων, Σὺ ποὺ εἶσαι ἄναρχος καὶ
αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος, Σὺ ποὺ ἡ οὐσία σου καὶ τὸ μέγεθός σου καὶ ἡ ἀγαθότητά σου ἡ
ἄπειρη, δὲν χωρεῖ στὸν μικρὸ καὶ περιορισμένο νοῦ μας, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ πλουσιώτατη πηγὴ καὶ ἡ
ἀπερίγραπτη ἄβυσσος τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας, σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ εἶδες μὲ συμπάθεια
καὶ ἀγάπη κι ἐμένα τὸ μικρὸ καὶ ἀδύνατο καὶ ἁμαρτωλό.
Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ λύτρωσες ἀπὸ σκέψεις καὶ πράξεις κακές, μοχθηρὲς καὶ μάταιες καὶ μὲ ἔσωσες ἀπὸ
τὶς πολλὲς καὶ διάφορες παγίδες τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης. Σ᾿
εὐχαριστῶ, Κύριε, καὶ σὲ δοξολογῶ γιατὶ ἔδειξες μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν ἀγάπη σου σὲ μένα καὶ ἔγινες ὁ
φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ κυβερνήτης, καὶ φύλακας, καὶ προστάτης,
καὶ καταφύγιο, καὶ σωτήρας, καὶ κηδεμόνας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου. Σ᾿ εὐχαριστῶ, πού, παρ᾿ ὅλη
τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν ἀμέλειά μου, μὲ ἁρπάζεις καὶ μὲ γλιτώνεις ἀπὸ τὸ κακό, ὅπως ἡ μητέρα τὸ μικρό
της παιδί. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ
μοῦ χαρίζεις μύριες εὐκαιρίες γιὰ νὰ ἐπιστρέφω σὲ Σένα. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ μὲ
δυναμώνεις στὶς ὧρες τῆς ἀδυναμίας καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνεις νὰ πέσω, ἀλλὰ ἁπλώνεις τὸ παντοδύναμο χέρι
Σου καὶ μὲ σηκώνεις καὶ μὲ φέρνεις κοντά Σου. Τί νὰ ἀνταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, γιὰ ὅλες τὶς
εὐεργεσίες ποὺ μοῦ ἔκανες καὶ ἐξακολουθεῖς νὰ μοῦ κάνεις; Ποιὲς εὐχαριστίες νὰ σοῦ πῶ; Γι᾿ αὐτὸ σὰν τὸ
γλυκόλαλο ἀηδόνι θὰ σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ.
Καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου θὰ εὐλογῶ τὸ Ἅγιο Ὄνομά Σου, Δημιουργὲ καὶ Εὐεργέτη καὶ Προστάτη
μου ἄγρυπνε, μολονότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μιλῶ μαζί Σου στὶς προσευχές. Ἡ δική σου ὅμως ἀγάπη γιὰ
μένα καὶ ἡ μακροθυμία Σου, μοῦ δίνει τὸ θάρρος νὰ σοῦ μιλῶ, νὰ σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ νὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ θὰ
τὸ κάνω πάντοτε, διότι μοῦ κάνει πολὺ καλό.

Μέγας Βασίλειος ‐ Εὐχὴ β´ τῆς Μεταλήψεως


Ξέρω, Κύριε, πὼς κοινωνῶ τὸ ἄχραντο Σῶμα Σου καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Σου χωρὶς νὰ εἶμαι ἄξιος. Ἀναγνωρίζω
πὼς μὲ τρόπο ἔνοχο καὶ ἁμαρτωλὸ τρώγω καὶ πίνω, χωρὶς νὰ συνειδητοποιῶ ὅτι αὐτὰ ποὺ κοινωνῶ εἶναι
τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου. Ὅμως μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καλωσύνη Σου πλησιάζω σὲ
Σένα, ποὺ εἶπες: ὅποιος τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μαζί του.
Λυπήσου με, λοιπόν, Κύριε, καὶ μὴ μὲ τιμωρήσεις παραδειγματικά, τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ δεῖξε καὶ σὲ μένα
τὴν ἀγάπη Σου. Καὶ ἂς συντελέσουν τοῦτα τὰ Ἅγια στὴ θεραπεία καὶ στὸν καθαρισμὸ καὶ τὸν φωτισμὸ καὶ
τὴν προφύλαξη καὶ τὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου. Γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ
ἀπὸ μένα κάθε πονηρὴ σκέψη καὶ πράξη καὶ διαβολικὴ ἐνέργεια ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν σκέψη μου καὶ
πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματός μου. Γιὰ νὰ ἔχω θάρρος νὰ Σὲ ὁμολογῶ καὶ θερμὰ νὰ Σὲ
ἀγαπῶ. Γιὰ νὰ τηρῶ τὶς ἐντολές Σου. Γιὰ νὰ φωτιστῶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἔχω ἐφόδιο γιὰ τὴν
αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ κάνω καλόδεχτη ἀπολογία στὸ φοβερὸ καὶ οὐράνιο δικαστήριό Σου, Κύριε, ἂς μὴν
ἁμαρτήσω κοινωνώντας ἀνάξια καὶ ἂς μὴν κατακριθῶ.

Μέγας Βασίλειος Προσευχή


Μέγας Βασίλειος ‐ Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ Θεέ μου
Θεέ μου καὶ Κύριε τοῦ κόσμου, Σὺ ὁ ἀγαθότατος πατέρας τῶν ἀνθρώπων, Σὺ ποὺ εἶσαι ἄναρχος καὶ
αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος, Σὺ ποὺ ἡ οὐσία σου καὶ τὸ μέγεθός σου καὶ ἡ ἀγαθότητά σου ἡ
ἄπειρη, δὲν χωρεῖ στὸν μικρὸ καὶ περιορισμένο νοῦ μας, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ πλουσιώτατη πηγὴ καὶ ἡ
ἀπερίγραπτη ἄβυσσος τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας, σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ εἶδες μὲ συμπάθεια
καὶ ἀγάπη κι ἐμένα τὸ μικρὸ καὶ ἀδύνατο καὶ ἁμαρτωλό. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ λύτρωσες ἀπὸ σκέψεις καὶ
πράξεις κακές, μοχθηρὲς καὶ μάταιες καὶ μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες παγίδες τοῦ διαβόλου,
ποὺ εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε, καὶ σὲ δοξολογῶ γιατὶ ἔδειξες μὲ
θαυμαστὸ τρόπο τὴν ἀγάπη σου σὲ μένα καὶ ἔγινες ὁ φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σὲ ὅλες τὶς
περιπτώσεις, καὶ κυβερνήτης, καὶ φύλακας, καὶ προστάτης, καὶ καταφύγιο, καὶ σωτῆρας, καὶ κηδεμόνας
τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου. Σ᾿ εὐχαριστῶ, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν ἀμέλειά μου, μὲ
ἁρπάζεις καὶ μὲ γλιτώνεις ἀπὸ τὸ κακό, ὅπως ἡ μητέρα τὸ μικρό της παιδί. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ
ποὺ βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ χαρίζεις μύριες εὐκαιρίες γιὰ νὰ
ἐπιστρέφω σὲ Σένα. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ μὲ δυναμώνεις στὶς ὧρες τῆς ἀδυναμίας καὶ δὲν μ᾿
ἀφήνεις νὰ πέσω, ἀλλὰ ἁπλώνεις τὸ παντοδύναμο χέρι Σου καὶ μὲ σηκώνεις καὶ μὲ φέρνεις κοντά Σου. Τί
νὰ ἀνταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μοῦ ἔκανες καὶ ἐξακολουθεῖς νὰ μοῦ
κάνεις; Ποιὲς εὐχαριστίες νὰ σοῦ πῶ; Γι᾿ αὐτὸ σὰν τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι θὰ σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ.
Καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου θὰ εὐλογῶ τὸ Ἅγιο Ὄνομά Σου, Δημιουργὲ καὶ Εὐεργέτη καὶ Προστάτη
μου ἄγρυπνε, μολονότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μιλῶ μαζί Σου στὶς προσευχές. Ἡ δική σου ὅμως ἀγάπη γιὰ
μένα καὶ ἡ μακροθυμία Σου, μοῦ δίνει τὸ θάρρος νὰ σοῦ μιλῶ, νὰ σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ νὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ θὰ
τὸ κάνω πάντοτε, γιατὶ μοῦ κάνει πολὺ καλό.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΟΤΑΝ ΘΥΜΙΑΤΙΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου· ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή,
εἰσάκουσόν με, Κύριε.
Θυμίαμά σοι προσφέρομεν, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς· ὃ προσδεξάμενος εἰς

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΟΤΑΝ ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΝΔΗΛΙ Ἢ ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ


Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν
τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Ἀφιέρωμα στὴν Προσευχή


Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ψυχρὸ καθῆκον. Δὲν εἶναι τύπος, οὔτε μηχανικὴ ἀπαγγελία λέξεων, ποὺ δὲν
ἀγγίζουν τὴν ψυχὴ καὶ δὲν μεταμορφώνουν τὴν ζωή μας. Εἶναι ἀναγκαιότης τῆς ψυχῆς.
Χωρὶς ἀέρα δὲν ὑπάρχει ζωή. Καὶ χωρὶς προσευχὴ δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ
δυναμικὴ στάση τῆς ψυχῆς, ποὺ ὑψώνεται στοὺς φωτεινοὺς κόσμους τοῦ ἀπείρου Θεοῦ. Εἶναι ἡ φιλικὴ
συνομιλία τοῦ πλάσματος μὲ τὸν Πλάστη.
Ἀλλὰ ἡ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» προσευχὴ ἔχει τὶς προϋποθέσεις της. Διαφορετικὰ πέφτει στὸ κενό,
μένει ἀνενεργή, γίνεται τύπος καὶ χάνεται τὸ νόημά της.
Τὴ σημαντικότερη προϋπόθεση γιὰ μία γνήσια προσευχή, μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «τὸ
τί προσευξώμεθα καθ᾿ ὃ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερτυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς
ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η´ 26). (δηλ. «ἐμεῖς δὲν ξέρουμε οὔτε τί, οὔτε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ Πνεῦμα ὅμως
μεσιτεύει τὸ ἴδιο στὸ Θεὸ γιὰ μᾶς μὲ στεναγμοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ λέξεις»).
Ἔτσι ἔζησαν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα οἱ πνευματοφόροι καὶ πνευματοκίνητοι ἅγιοι καὶ
πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἱεροὶ ὑμνογράφοι, ἅγιοι Πατέρες καὶ σοφοὶ Διδάσκαλοι κατέθεσαν τὸν
πλοῦτο τῆς ἐξαγιασμένης καρδιᾶς τους, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα ὅλον αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρό.